ῥιπίζω — ῥῑπίζω , ῥιπίζω blow up pres subj act 1st sg ῥῑπίζω , ῥιπίζω blow up pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διερρίπιζον — διερρί̱πιζον , διά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) διερρί̱πιζον , διά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind act 1st sg (homeric ionic) διερρί̱πιζον , διά ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd pl διερρί̱πιζον , διά ῥιπίζω blow up… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετερρίπιζον — μετερρί̱πιζον , μετά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd pl (ionic) μετερρί̱πιζον , μετά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind act 1st sg (ionic) μετερρί̱πιζον , μετά ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd pl μετερρί̱πιζον , μετά ῥιπίζω blow up imperf ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερρίπιζον — ἀνερρί̱πιζον , ἀνά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀνερρί̱πιζον , ἀνά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind act 1st sg (homeric ionic) ἀνερρί̱πιζον , ἀνά ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd pl ἀνερρί̱πιζον , ἀνά ῥιπίζω blow up… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερρίπιζε — ἀνερρί̱πιζε , ἀνά , ἐν ῥιπίζω blow up pres imperat act 2nd sg ἀνερρί̱πιζε , ἀνά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἀνερρί̱πιζε , ἀνά ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιπίζῃ — ῥῑπίζῃ , ῥιπίζω blow up pres subj mp 2nd sg ῥῑπίζῃ , ῥιπίζω blow up pres ind mp 2nd sg ῥῑπίζῃ , ῥιπίζω blow up pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιπίσει — ῥίπισις blowing with a bellows fem nom/voc/acc dual (attic epic) ῥιπίσεϊ , ῥίπισις blowing with a bellows fem dat sg (epic) ῥίπισις blowing with a bellows fem dat sg (attic ionic) ῥῑπίσει , ῥιπίζω blow up aor subj act 3rd sg (epic) ῥῑπίσει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιπίσῃ — ῥιπίσηι , ῥίπισις blowing with a bellows fem dat sg (epic) ῥῑπίσῃ , ῥιπίζω blow up aor subj mid 2nd sg ῥῑπίσῃ , ῥιπίζω blow up aor subj act 3rd sg ῥῑπίσῃ , ῥιπίζω blow up fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπορριπίζω — και ὑποριπίζω Α 1. ριπίζω από κάτω ή ήρεμα 2. μέσ. ὑπορριπίζομαι και ὑποριπίζομαι μτφ. διεγείρω («ὑπορριπίζεσθαι ἐπὶ στάσεις», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ῥιπίζω* «φυσώ, ανεμίζω τη φωτιά, ξανάβω»] … Dictionary of Greek
διερριπίζετο — διερρῑπίζετο , διά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) διερρῑπίζετο , διά ῥιπίζω blow up imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)